- ανεξιθρησκεία
- Από ιστορική και πολιτική άποψη, α. είναι η στάση που υιοθετούν μια πολιτική κοινωνία και η κυβέρνησή της όταν σέβονται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ατόμων που συμμετέχουν στην κοινωνία και βρίσκονται υπό την εξουσία της κυβέρνησης, ακόμα και στην περίπτωση που οι πεποιθήσεις αυτές είναι διαφορετικές από αυτές που επικρατούν στη κοινωνία αυτή ή έχουν υιοθετηθεί από την κυβέρνηση· και όταν επιτρέπουν επίσης την πρακτική εξωτερίκευση με έργα των πεποιθήσεων αυτών. Αυτό συνέβη κυρίως την εποχή των μεταρρυθμίσεων και των θρησκευτικών πολέμων που προέκυψαν από αυτές. Έπειτα από τα συγγράμματα των πρώτων υποστηρικτών της α. του 16ου αι. όπως του Σεβαστιανού Καστελιόν, το ευνοϊκό προς τη θρησκευτική ελευθερία ρεύμα διογκωνόταν διαρκώς περισσότερο με τα θρησκευτικά κινήματα του αναβαπτισμού και του σοτσιανισμού και με συγγράμματα των Γκρότιους, Σπινόζα, Λοκ, Μπέιλ, ώσπου να φτάσει στο Δοκίμιο περί ανεξιθρησκείας του Βολτέρου και στην αμερικανική και γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Από τον 19ο αι., η αρχή της α. άρχισε να εισάγεται σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα σχεδόν σε όλες τις δυτικές δημοκρατικές χώρες.
Dictionary of Greek. 2013.